Η Δευτεριάτικη
διαδρομή μου που το ένα νοσοκομείο στο άλλον ήταν όπως πάντα χαώδης. Μιαν ώρα
στην κίνηση. Κάμνουν έργα στο δρόμο τζαι κάθε Δευτέρα το ίδιο στόρυ. Μόνο που
εχτές ήταν σιηρόττερα. Στην Τρίτη άμπουλα (καθαρά κυπριακά) που επέρασεν έξερα ότι ήταν σοβαρόν ότι τζι αν εγίνην. Πιάννεται η καρκιά μου με τες άμπουλες
(ίντα φράση το «πιάννεται η καρκιά μου», α;).
Λλιον μετά ο
λεωφοριατζής ανακοίνωσεν ότι το λεωφορείον εν on diversion γιατί το Bank εν κλειστό (τζαι η δουλειά μου εν τέλεια
δίπλα ρε γαμώτο). Γάμα τα. Επετάχτηκα πόξω τζαι είπα ας το πάρω περπατητή (εννά
φτάσω πιο γλήορα), γλήορον περπάτημαν, είχα ήδη αρκήσει. Ώσπου τζαι έφτασα στο Bank.
Τζιαμέ
εκοντοστάθηκα. Στη μέση της διασταύρωσης ένα Scania (φορτηγό για όσους δεν είναι φορτηγατζίες/συγγενείς
φορτηγατζίων) τζαι μια μπλε τέντα. Δίπλα που την τέντα έναν άσπρο κράνος.
Ποδηλάτης. Εσταμάτησα στο πεζοδρόμιο, όπως τζαι οι υπόλοιποι. Εκοίταξα τα
πλάσματα γυρόν μου, τα σοκαρισμένα τους πρόσωπα, τα γεμάτα τους μμάθκια. Νομίζω
εν είδα ποττέ τόσο συναίσθημα σε λονδρέζικες φάτσες. Σίουρα όι τούτον. Το φόβο. Ή μάλλον δέος. Δέος εν πιο σωστή λέξη. Το δέος μπροστά στο θάνατο.
Εξεκίνησα να νιώθω τζαι τα δικά μου μμάθκια να γεμώννουν. Εσκέφτηκα ότι τζαι
στο δικό μου πρόσωπο κάποιος θα έβλεπε την ίδια έκφραση. Σε κάποια πράματα είμαστεν ούλλοι οι άνθρωποι ίδιοι υποθέτω.
Τζαι κάπου τζιαμέ
εσυνειδητοποίησα το παράδοξον. Ησυχία. Παντελής σιγή. Εκκωφαντική σιγή. Πιθανώς
να μεν έσιει πιο εκκωφαντική σιγή που τούτη την πρωτόγνωρη μέσα στο κέντρο της πόλης. Ο δρόμος εν είσιεν
αυτοκίνητα. Τέσσερα-πέντε λεωφορεία, παρκαρισμένα, όφκερα. Οι άνθρωποι στο
πεζοδρόμιον εστέκουνταν σαστισμένοι, αμίλητοι. Τούτοι οι εγγλέζοι ρε παιδί μου.
Στωικοί. Έστησα φτιν, μπας τζαι ακούσω λεπτομέρειες για το τι έγινε, αλλά
τίποτες. Η τραγωδία έμεινεν ανείπωτη. Απλά εκοιτάζαμεν την τέντα πίσω που τες λωρίδες της αστυνομίας τζαι ο ένας τον άλλο.
Μετά που λλίον
εξεκίνησα να περπατώ προς τη δουλειά μαζί με άλλους παρευρισκόμενους που τζαι
τζείνοι αρκέψαν σιγά σιγά να περπατούν, όι σε λονδρέζικο ρυθμό, αλλά αργά,
σαστισμένα. Έριξα πίσω μου κλεφτές μαθκιές προς την τέντα, όι ότι επερίμενα να
γινεί κάτι, έτσι. Ίσως ένιωθα το λλίον προσβολή σε τζείνον το πλάσμα κάτω που
την τέντα, να του γυρίσω την πλάτη. Ο κοστουμαρισμένος κύριος πίσω μου έκαμεν
το ίδιον. Τζαι εσταυροκοπήθηκε. Νομίζω εν εξανάδα κάποιον δαμέ να κάμνει το
σταυρό του, καθολικό για ορθόδοξο. Είσιεν μιαν κάποιαν οικειότηταν η πράξη.
Προχωρώντας στα
επόμενα φώτα η βουή της πόλης εξεκίνησεν να πνίγει την ησυχία. Εσυνέχισα να
ρίχνω μαθκιές πίσω μου, ώσπου η τέντα εχάθηκεν που το οπτικό πεδίο.
Μερικές ώρες μετά
επιστρέφοντας σπίτι που τον κινηματογράφο επρόσεξα το headline στα σταντ των εφημερίδων στο σταθμό.
Woman cyclist killed by lorry in city.
ΥΓ: εν πολλά
παράξενον τι μπορεί να τζίσει νιου πλασμάτου. Τον τελευταίο τζαιρό γίνουνται
τόσα πολλά πράγματα, στην Κύπρο, στην Ελλάδα, προσωπικά δικά μου, υπάρχουν τόσα πολλά θέματα για τα οποία θα μπορούσα να
γράψω, αλλά που ούλλα τούτον ήταν που με ώθησε να ξαναμιλήσω, τζείνα τα λλία λεπτά κοινής
σιγής που εμοιραστήκαμεν με αλλους συνανθρώπους σε μια διασταύρωση.