Η πιο όμορφη του χωρκού. Ετσι ελαλούσαν ούλλοι οι χωρκανοί. Τότε. Στα νιάτα της. Είσιεν τα πιο μακριά βρουλλιά που ούλλες στο χωρκό. Τούτα τα βρουλλιά που σήμερα εν ολόασπρα, πιο λεπτά, μα ακόμα τόσο μακριά. Κάθε μέρα κάμνει τα, γυρίζει τα θκυό φορές στην κκελλέν της τζαι χώννει τα μες το τσεμπέριν.
Θωρεί στον καθρέφτη τον εαυτό της. Τα άσπρα της μαλλιά, τες ρυτίδες. Κάποτε ήταν όμορφη. Αγαπήσαν την πολλοί. Τζαι τζείνη… κανέναν τους ή μάλλον ούλλους. Ποττέ της εν επαντρεύτηκεν. Ούτε καν τζείνος εν την επαντρεύτηκεν ποττέ, τζι ας έκαμεν μαζίν της έξι κοπελλούθκια. Εν πειράζει. Καλλίτερα έτσι. Μόνη της έφκιαξεν την μοίρα της. Μόνη της. Ας εν καλά τζι η μάνα της που εβοήθαν λλίο με τα μωρά.
Καλλίττερα που εν επαντρεύτηκε. Ελεύθερη πάντα. Οι άντρες, βέβαια, εν ελείψαν. Εχάρηκεν τον έρωτα λεύτερα, χωρίς περιορισμούς σε ούλλην της τη ζωή, ακόμα τζαι τότε που ούλλοι εθεωρούσαν την «κοτζιάκαρη», ακόμα τζι αν την ελαλούσαν πίσω που τη ράσιην της «παττάλλιτζην γεναίκα».
Καλλίττερα που εν την επαντρεύτηκε. Τζι’ ούτε ένιωσεν ποττέ πικρίαν ή ζήλιαν που επαντρεύτηκεν μιαν άλλην. Που αναγνώρισεν τα παιθκιά του με την άλλην, που τα αγάπαν, τζαι εθώρεν τα τζαι επρόσεχεν τα σαν πατέρας, ενώ τα δικά της ούτε τα είδεν ποττέ. Εν του κράτησεν κατζίαν, ούτε τζαι τζείνης. Τζαι δεν είπεν ποττέ κακόν λόον για τζείνον στα παιθκιά της. Όι πως τους ελάλεν τίποτε δηλαδή για τζείνον. Εν εχρειάζετουν άλλωστε. Είχαν την τζείνην, εν εθέλαν κανέναν άλλον. Είπεν τους μιαν φοράν πως ήταν καλός άδρωπος τζαι τίποτε άλλον. Τζαι πριν πέντε-έξι χρόνια είπεν τους «επέθανεν ο τζύρης σας», τζαι ελυπηθήκαν πολλά τζαι τζείνη τζαι τα παιθκιά της, σαμπώς τζαι επέθανεν ένας καλός φίλος.
Ούτε τον επεθύμησεν ποττέ τόσα χρόνια, τζαι ας έφυεν τότε που το χωρκόν για χάριν του, για την αγάπην του. Το χωρκόν της… Πόσα χρόνια έσιει να το δει; Σαράντα; Πενήντα; Έχασεν τον λοαρκασμό. Πριν τον πόλεμο σίουρα. Τζαι πριν το ’64, που εγίνην μάχη τζαι επεθάναν τόσοι που το χωρκόν. Έφυεν με τη μάναν της μόλις τον εγνώρισεν, θκυό γεναίτζες μόνες τους, τζαι που τότε εν εξαναπίεν. Όι πως εν το πεθυμά, μα έφερεν τα έτσι η ζωή τζαι εν το έκαμεν ποττέ τζείνον το ταξίδι ως το χωρκόν. Κάτι η μάνα της, κάτι ο πόλεμος που την έστειλεν ακόμα πιο μακριά, κάτι τα κοπελλούθκια της που εμεγαλώσαν, επαντρευτήκαν, εκάμαν της εγγόνια, τζαι επήραν την μαζίν τους… Τζαι ποιος ο λόγος αλήθκεια; τζιαμέ εν το τότε τζαι τζείνη έμαθεν να σκέφτεται μόνον το τωρά. Εν φελά να στρέφεσαι πίσω.
Έτσι εσκέφτετουν πάντα. Μα κάτι περίεργα πράματα, όσον γερνά τόσον παραπάνω το σκέφτεται το χωρκόν. Να καταφέρει να ξαναπάει πριν να πεθάνει; Να δει το σπίτιν της, τους συγγενείς της, όσοι ζιούν δηλαδή. Την εκκλησιάν, τζαι την φουντάνα που επίενεν να πιάσει νερόν. Την μάντραν τους, τζαι το βουνόν, τζαι τον καφενέν πας το ύψωμαν που εθώρες που κάτω ούλλην τη θάλασσα. Τζαι επέρναν με τα βρουλλιά της τζαι την ομορφκιάν της, εθωρούσαν την οι αντράες τζαι εσταματούσαν να μιλούν, για λλίο, όσον για να περάσει…
Τα βρουλλιά της εν έτοιμα. Έδισεν τα τζαι έβαλεν το τσιεμπέριν. Τούτα ούλλα εν φελούν τίποτε είπεν που μέσα της. Εσηκώθην τζαι εφκήκεν έξω να ταϊσει τες κότες της. Ευτυχώς που τες εσιει τζαι τούτες, να λαλεί καμιάν κουβένταν τζαι ας μεν απαντούν.
2 σχόλια:
Μα γιατί κανένας εν εσχολίασεν τούτη την ιστορία? Εν πάρα πολλά ωραία, εν με κόφτει αν εν αληθινή ή όι. Εσυγκίνησε με
αμαν ρε ευχαριστώ.
κατακρίβειαν εδίσταζα να την αναρτήσω γιατί την εμπνεύστηκα από τη γιαγιά μου. είναι η ιστορία της, όι ακριβώς όπως έγινεν, αλλά εννά μπορούσεν να ήταν τζι έτσι.
Δημοσίευση σχολίου