Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

Ποτέ ξανά..

Εγώ στοργή σε κάττο ούτε με πόμπες....

απολογούμαι στο γατόφιλο αναγνωστικό κοινό εξαρχής.

Εγώ τους κάττους δεν τους επάεννα ποττέ. Τους σιύλλους, ουυυυ, αρέσκουν μου πολλά, τζαι να τους παίξω (με μέτρο) τζαι να τους μιλήσω μωρίστικα (εν εκατάλαβα ακόμα γιατί μιλούμεν των σιύλλων μωρίστικα), αλλά τους κάττους ούτε να τους δω ομπρος μου.

Γι'αυτόν όταν ήταν να κλείσω τούτον το δωμάτιον εσκέφτηκα το διπλά, γιατί εντάξει, τέλεια η κουζίνα (τζαι με φούρνο), τζαι το μπάνιο, τζαι το ψιλοτάβανον, αλλά έξερα ότι εκυκλοφόραν τζαι ένας κάττος στην αυλήν. Ο κάττος του μακαρίτη του σπιτονοικοκύρη, τζαι μεγάλη του αδυναμία. έτσι για τη σπιτονοικοκυρά μας τζαι τα θκυό της παιθκιά ο κάττος εν μέλος της οικογένειας. Εν μπορείς με λλία λόγια να ξινίζεις τα μούτρα σου.

Αλλά λαλώ σιγά. Πόσην αλληλεπίδρασην θα έχω με τον κάττο; τζείνοσ εν κάτω στην αυλήν εμείς πάνω. με γειά του με χαρά του. Ο κάττος που λαλείτε αραιά τζαι που εμφανίζεται στην βεράντα της κουζίνας. τούκκου τούκκου φακκά την μπαλκονόπορταν. είδα ότι ο προηγούμενος ένοικος είσιεν έναν κουτίν τροφήν τζαι ετάιζεν τον. έτσι κάθε φορά αννοίω την πόρτα βάλλω του ψυχρά φαίν τζαι κλείω την πάλε. Θορεί με με το γατίσιο το βλέμμα το έχω σε χεσμένο είμαι για το φαίν δαμέ, θορώ τον πίσω με το βλέμμα το "επειδή σου βάλλω φαίν εν τζαι σημαίνει ότι συμπαθώ σε". τζαι τέλος. Που έλειψεν η τροφή του προηγούμενου ένοικου είπα έτο εννά ησυχάσουμεν, αλλά κάτι με εκούντισεν στο σούπερμάρκετ τζαι τα γέριμα εγόρασα του άλλον φαίν, άμπα τζαι εν τον ταίσω.

Σήμερα, τέταρτη ημέρα (κατά τας Γραφάς) υπό το χιόνιν, τζαι τέταρτη ημέρα χωρίς θέρμανση στο γραφείο, αποφασίσθην να σκολάσουμεν που τες 12 τζαι να χαλαρώσουμεν (όπως εχτές εσκολάσαμεν που τες 4, χαλαρότητες). Πάω που λαλείτε σπίτιν, κάθομαι ωραία τζαι βραστά στο δωμάτιο μου, μπροστά στο λάπτοπ, βάλλω τη μουσικούα μου, πιάννω τες σμίλες μου (ναι, ναι, πλέκουμεν την σιάρπαν της Πίζας), τζαι τζιαμέ που εχαλαρώσαμεν, τσουπ πετάσσεται έναν ον στο παράθυρο. Ο παλιοκαττος. Εθόρεν με που το γυαλλίν μες τα μμάθκια τζαι ενιαούριζεν. Σιώπα λαλώ του τζαι γυρίζω που την άλλην. Αλλά ο γέριμος επέμενεν. εστέκετουν τζαι έτρεμεν το κακομάζαλον, τζαι κλάαααμαν.

Εν άντεξεν η καρδιά της μάνας (λέμε τώρα), είπα να του ανοίξω. λαλώ έτο εννά έρτει να βράσει να κουλουριαστεί στο γαμάτο χαλί μου τζαι εγώ να πλέκω, τέλεια σαν την γιαγιά μας την καλή. Τζαι μετά φκάλλω την έξω. Αμ δε. Με το που αννοίω το παράθυρο, η ίλαρη αθώα γατούλλα μεταμορφώννεται στον Εξορκιστή the cat version, λες τζαι είπιεν πέντε LSD, εμούνταρεν μέσα στο δωμάτιον, επετάχτηκεν πάνω στο γραφείο, πάνω στο ΛΑΠΤΟΠ (ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ), στην καρέκλα, τον ας τον πούμε καναπέ, εμούνταρεν παντού τζαι μετά βουρητή εχώθηκεν στην μισάνοικτη πόρτα τζαι βουρ μες το σπίτι.

Σημειωτέον μεινίσκω στον δεύτερον όροφον, έτσι το σπίτιν έσιει θκυό ορόφους που κάτω μου τζαι έναν υπόγειο. σκαλί καλέ μου σκαλί. Τζαι εγώ να ανησυχώ γιατί ο παλιόκαττος ενιαούυυυριζεν δεν διανοήστε. τζαι άτε να κατεβαίνω τα σκαλιά να τον έβρω. τζαι μετά να μου φεύκει το βλαμμένο. τζαι να παέννει η Ερυκίνη πάνω κάτω στα σκαλιά να πιάσει τον κάττον. Αλί, το δαιμονισμένον ήταν απλά too fast. Εδοκιμάσαμεν όλες τες τεχνικές, το καλό, το άγριο, να δελεάσουμεν το τέρας με τροφήν, τίποτε. ο παλαβό καττος. Μετά που μισήν ώραν εκατάφερα να τον φκάλω που το υπόγειο (που εκατέληξε) τζαι επήραν τον δίπλα στο σπίτι της σπιτονοικοκυράς.

ωραία χαλάρωση. Αμ εν τζαι φταίει κανένας άλλος. εγώ που είμαι φτανόκαρτη.

1 σχόλιο:

Leni είπε...

Χαχα τον κάττο ρε! :Ρ
Ήταν λλίο "τράβα με τζαι ας κλαίω" η φάση σου :Ρ