Παρένθεση πρώτη. Αφορμή για τούτον το πόστ ήταν τούτον το άρθρο που επόσταρεν ένας φίλος στο φατσοβιβλίον. Τέλος παρένθεσης.
Παρένθεση δεύτερη. Εν εμπορούσα να έβρω μιαν αντίστοιχη λέξη στα ελληνικά να μεταφράσω το homelessness, την κατάσταση του να είσαι άστεγος τέλοσπάντων. Ίσως τούτον ναν καλόν. Ίσως επειδή εν είχαμεν το φαινόμενον στες γειτονιές μας αρκετά για να αναπτύξουμεν λεξιλόγιο. Σαν το σιόνιν. Τέλος παρένθεσης.
Μεγαλώνοντας στην Κύπρο προ-κρίσης, προ μεταναστευτικού ρεύματος, προ Ευρώπης, πριν κάμποσον τζαιρόν τελοσπάντων, η επαφή μου με τους άστεγους ήταν μόνο μέσω της τηλεόρασης τζαι των ταινιών (τζαι πιο μετά των ταξιδιών σε δυτικές μεγαλουπόλεις). Κάθε φορά η ιδέα του homelessness εσιόκκαρεν με, ότι κάποιος άμαν νυχτώσει τζαι άμαν νυστάξει εν έσιει κάπου να πάει, ότι κάποιος τζοιμάται στο δρόμο, στο παγκάκι. Ίνταλως γίνεται. Τζαι δεν εμπορούσα να καταλάβω, να διανοηθώ, πως εμπορούσαν, πως αντέχαν τζείνα τα πλάσματα, όι οι άστεγοι, οι άλλοι οι μή άστεγοι να ρέσσουν που μπροστά τους, να τους προσπερνούν, έτσι χωρίς να τους ρίχνουν ένα βλέμμα, χωρίς καν να αλλάσσουν το ρυθμό του βήματος τους, σαν ναν αόρατον τζείνον το πλάσμαν στο δρόμο δίπλα τους, σαν να μεν υπάρχει καν. Εσκέφτουμουν πόσον σκληρός, πόσον χοντρόπετσος μπορεί να γινεί ο άνθρωπος.
Τζαι αλί ίνταλως τα φέρνει η ζωή τζαι γίνεσαι τζι εσύ ένας που τζείνους. Που εν σιοκκάρουνται πλέον, που προσπερνούν, που έχουν συνηθίσει στο θέαμα, στην ιδέα. Το στομάσιην σου, σαν τόσων άλλων, σιγά σιγά αντιδρά λλιόττερον, τζαι σταματάς να νιώθεις τζείνον τον κόμπο. Τζαι νεκατσιάς λλίον τον εαυτό σου.
Ερχόμενη που την Κύπρο (που είπαμεν τουλάχιστον μέχρι πρότινος που homelessness εν εξέραμεν) ενόμιζα ότι τούτον εν το πιο σκληρόν πράμαν, το άωτον ρε παιδί μου, να προσπερνάς έναν άνθρωπον, έναν ζωντανόν οργανισμό, σαν να μεν τον θωρείς. Ωσάν η ύπαρξη του να μεν δημιουργεί κανέναν αποτύπωμαν στον κόσμο. Τζι όμως, έννεν αρκετό. Έννεν αρκετό που τους αγνοούμεν, πρέπει να μεν τους θορούμεν καθόλου. Να εξαφανιστούν. Όι γενικότερα, απλά που μπροστά μας. Να μεν μας χαλούν την πρόσοψη, τη βιτρίνα, τζαι εν τέλει τη διάθεση ρε παιδί μου.
Θυμούμαι την πρώτη φορά που είδα τα καινούργια παγκάκια στον κήπο στες Βρυξέλλες τζιαμέ στο Mont des Arts. Είπα που μέσα μου (τζαι πόξω μου) όι μάνα μου ίντα άβολα παγκάκια, Εν ιμπόρει το πλάσμαν να κάτσει να ξαποστάσει. Τζι αν δεν μπορούμεν εμείς να κάτσουμεν 5 λεπτά, φαντάστου τζείνα τα πλάσματα που προσπαθούν να τζοιμηθούν τη νύχτα δαμέ, εν τους εσκεφτήκαν τίποτε ολάν; "Ακριβώς εν τζείνους που εσκεφτήκαν. Εν γι'αυτόν που τα εκάμαν έτσι, για να μεν τζοιμούνται δαμέ. Ντάαα" είπεν ο παρέας.
Τζαι μετά ήρτα στο Λάντον τζαι είδα τούτη τη σκληρότητα σε ούλλον της το μεγαλείο. Όι παντού βέβαια. Κατά βάση τζιαμέ κατάγυρα στο Σίτυ, στου Αγίου Παύλου θυμούμαι μια φορά. Σίερα πάνω στα πεζούλια, άμπα τζαι τζίσει ο κώλος σου στο φάνσυ κτίριον της μεγαλοεταιρίας να το ξιμαρίσει. Άγια ολάν...
Ίσως τούτα τα μέτρα να μεν εν μόνο για τους άστεγους, αλλά τζαι για νεολαίους, για σκειτμπορτάδες ή εμπόρους ναρκωτικών. Εν έσιει σημασία. Εν τζείνη η απάνθρωπη αντίληψη του "εσείς χαλάτε μου την εικόνα", ότι τούτη η εικόνα εν πιο σημαντική που τη ζωή ενός άλλου πλασμάτου. Εν τζείνη η πεποίθηση η ασυνείδητη, αλλά απόλυτα αισθητή, ότι έννεν ούλλες οι ζωές οι ίδιες σε τούτον τον κόσμο, πως να το κάμουμεν, κάποιες ζωές αξίζουν λλιόττερον, εν αμελητέες.
Κάμνει σε να ντρέπεσαι. Να σκέφτεσαι ότι κάτι επίεν λάθος, στο ανθρώπινο είδος, κάτι επίεν λάθος.
ΥΓ: Γράφοντας τούτον το κείμενον εσκέφτουμουν τζείνην την άστεγη κυρία που ήρτεν στον κλαμπ βιβλίου τούτον το μήνα. Που μας έκαμεν ανάλυση για Ντίκενς τζαι Ώστιν, να φύει η κκελλέ σου, τζαι εμίλαν έτσι σιγά, απαλά, ταπεινά. "σιγανά, σιγανά, πατώ στη γη" που λαλεί τζαι το τραούδιν. Εσκέφτουμουν ότι πιθανώς τούτην τη γεναίκα να την προσπερνούν ούλλοι στο δρόμο, να μεν της μιλά κανένας, να μεν ξέρει κανένας. Ακόμα σιηρόττερα, εννά έκαμνα τζαι εγώ το ίδιο.
Παρένθεση δεύτερη. Εν εμπορούσα να έβρω μιαν αντίστοιχη λέξη στα ελληνικά να μεταφράσω το homelessness, την κατάσταση του να είσαι άστεγος τέλοσπάντων. Ίσως τούτον ναν καλόν. Ίσως επειδή εν είχαμεν το φαινόμενον στες γειτονιές μας αρκετά για να αναπτύξουμεν λεξιλόγιο. Σαν το σιόνιν. Τέλος παρένθεσης.
Μεγαλώνοντας στην Κύπρο προ-κρίσης, προ μεταναστευτικού ρεύματος, προ Ευρώπης, πριν κάμποσον τζαιρόν τελοσπάντων, η επαφή μου με τους άστεγους ήταν μόνο μέσω της τηλεόρασης τζαι των ταινιών (τζαι πιο μετά των ταξιδιών σε δυτικές μεγαλουπόλεις). Κάθε φορά η ιδέα του homelessness εσιόκκαρεν με, ότι κάποιος άμαν νυχτώσει τζαι άμαν νυστάξει εν έσιει κάπου να πάει, ότι κάποιος τζοιμάται στο δρόμο, στο παγκάκι. Ίνταλως γίνεται. Τζαι δεν εμπορούσα να καταλάβω, να διανοηθώ, πως εμπορούσαν, πως αντέχαν τζείνα τα πλάσματα, όι οι άστεγοι, οι άλλοι οι μή άστεγοι να ρέσσουν που μπροστά τους, να τους προσπερνούν, έτσι χωρίς να τους ρίχνουν ένα βλέμμα, χωρίς καν να αλλάσσουν το ρυθμό του βήματος τους, σαν ναν αόρατον τζείνον το πλάσμαν στο δρόμο δίπλα τους, σαν να μεν υπάρχει καν. Εσκέφτουμουν πόσον σκληρός, πόσον χοντρόπετσος μπορεί να γινεί ο άνθρωπος.
Τζαι αλί ίνταλως τα φέρνει η ζωή τζαι γίνεσαι τζι εσύ ένας που τζείνους. Που εν σιοκκάρουνται πλέον, που προσπερνούν, που έχουν συνηθίσει στο θέαμα, στην ιδέα. Το στομάσιην σου, σαν τόσων άλλων, σιγά σιγά αντιδρά λλιόττερον, τζαι σταματάς να νιώθεις τζείνον τον κόμπο. Τζαι νεκατσιάς λλίον τον εαυτό σου.
Ερχόμενη που την Κύπρο (που είπαμεν τουλάχιστον μέχρι πρότινος που homelessness εν εξέραμεν) ενόμιζα ότι τούτον εν το πιο σκληρόν πράμαν, το άωτον ρε παιδί μου, να προσπερνάς έναν άνθρωπον, έναν ζωντανόν οργανισμό, σαν να μεν τον θωρείς. Ωσάν η ύπαρξη του να μεν δημιουργεί κανέναν αποτύπωμαν στον κόσμο. Τζι όμως, έννεν αρκετό. Έννεν αρκετό που τους αγνοούμεν, πρέπει να μεν τους θορούμεν καθόλου. Να εξαφανιστούν. Όι γενικότερα, απλά που μπροστά μας. Να μεν μας χαλούν την πρόσοψη, τη βιτρίνα, τζαι εν τέλει τη διάθεση ρε παιδί μου.
Θυμούμαι την πρώτη φορά που είδα τα καινούργια παγκάκια στον κήπο στες Βρυξέλλες τζιαμέ στο Mont des Arts. Είπα που μέσα μου (τζαι πόξω μου) όι μάνα μου ίντα άβολα παγκάκια, Εν ιμπόρει το πλάσμαν να κάτσει να ξαποστάσει. Τζι αν δεν μπορούμεν εμείς να κάτσουμεν 5 λεπτά, φαντάστου τζείνα τα πλάσματα που προσπαθούν να τζοιμηθούν τη νύχτα δαμέ, εν τους εσκεφτήκαν τίποτε ολάν; "Ακριβώς εν τζείνους που εσκεφτήκαν. Εν γι'αυτόν που τα εκάμαν έτσι, για να μεν τζοιμούνται δαμέ. Ντάαα" είπεν ο παρέας.
Τζαι μετά ήρτα στο Λάντον τζαι είδα τούτη τη σκληρότητα σε ούλλον της το μεγαλείο. Όι παντού βέβαια. Κατά βάση τζιαμέ κατάγυρα στο Σίτυ, στου Αγίου Παύλου θυμούμαι μια φορά. Σίερα πάνω στα πεζούλια, άμπα τζαι τζίσει ο κώλος σου στο φάνσυ κτίριον της μεγαλοεταιρίας να το ξιμαρίσει. Άγια ολάν...
Ίσως τούτα τα μέτρα να μεν εν μόνο για τους άστεγους, αλλά τζαι για νεολαίους, για σκειτμπορτάδες ή εμπόρους ναρκωτικών. Εν έσιει σημασία. Εν τζείνη η απάνθρωπη αντίληψη του "εσείς χαλάτε μου την εικόνα", ότι τούτη η εικόνα εν πιο σημαντική που τη ζωή ενός άλλου πλασμάτου. Εν τζείνη η πεποίθηση η ασυνείδητη, αλλά απόλυτα αισθητή, ότι έννεν ούλλες οι ζωές οι ίδιες σε τούτον τον κόσμο, πως να το κάμουμεν, κάποιες ζωές αξίζουν λλιόττερον, εν αμελητέες.
Κάμνει σε να ντρέπεσαι. Να σκέφτεσαι ότι κάτι επίεν λάθος, στο ανθρώπινο είδος, κάτι επίεν λάθος.
ΥΓ: Γράφοντας τούτον το κείμενον εσκέφτουμουν τζείνην την άστεγη κυρία που ήρτεν στον κλαμπ βιβλίου τούτον το μήνα. Που μας έκαμεν ανάλυση για Ντίκενς τζαι Ώστιν, να φύει η κκελλέ σου, τζαι εμίλαν έτσι σιγά, απαλά, ταπεινά. "σιγανά, σιγανά, πατώ στη γη" που λαλεί τζαι το τραούδιν. Εσκέφτουμουν ότι πιθανώς τούτην τη γεναίκα να την προσπερνούν ούλλοι στο δρόμο, να μεν της μιλά κανένας, να μεν ξέρει κανένας. Ακόμα σιηρόττερα, εννά έκαμνα τζαι εγώ το ίδιο.