Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

Έλα οι συμπεθέρες !!

Ναι αγαπητέ αναγνώστη.

Σε τούτον το ταξίδιν στην Κύπρον ανακάλυψα ότι στο σπίτι μας εμπήκε τούτο το λεξιλόγιο. Εννά μου πεις γάμος έρκεται, εν λογικό. Οπόταν η σχέση στες κουβέντες των γονιών μου έχασεν το όνομαν του (που ούτως ή αλλιώς εδυσκολεύκουνταν να το προφέρουν τζαι εγίνηκεν "ο γαμπρός σου", πχ. αύριο που εννά έρτει ο γαμπρός σου τι εννά μαειρέψουμεν;). Παρομοίως η μάμα της σχέσης εγίνηκεν η "συμπεθέρα" τζαι ο πατέρας της σχέσης ο "συμπέθερος".

Με το που ανακοίνωσα λοιπόν στους γονείς τη βόμβα (που τζαι εγώ λλίον πριν την κάθοδο στην Κύπρο έμαθα), ότι έρκουνται οι γονιοί της σχέσης στην Κύπρο για τη γνωριμία, άλλη κουβέντα δεν είσιεν έσσω μας. Τζαι τι τρώει ο συμπέθερος; πίνει ουίσκιν ο συμπέθερος; Τι; Αρέσκουν του τα σύκα; Κάτσε να πάω να φέρω κανένα 5κιλο. Τζαι πως εν η συμπεθέρα; Εν ποιο παστή που μένα; (ερώτηση Μάνας που την έπιασεν το κομπλεξ με τα κιλά της). Εννά δείξω της συμπεθέρας, που εν φαν της κηπουρικής τες γλάστρες μου κλπ κλπ.

Το θέμαν της γλώσσας οι γονιοί μου εξεχάσαν το. Τόση κουβέντα, τόσος σχεδιασμός (κυρίως για το φαίν), το μόνον που εν εσκεφτήκαν εν το ίνταλως εννά μιλήσουμεν με τους συμπεθέρους. Ως την ώρα που έπρεπεν να μιλήσουν με τους συμπεθέρους (όβερ μεσημεριανού στην ωραία Λεμεσό).

Τι να σου λαλώ αγαπημένε/η αναγνώστη/στρια. Τα πράγματα επίαν ακριβώς όπως στην πρώτη επίσκεψη της σχέσης έσσω μας. Άκρα του τάφου σιωπή στη νήσο βασιλεύει, κάτι άβολα χαμόγελα, πολλά άβολα χαμόγελα εν η αλήθκεια, τζαι η Ερυκίνη σας στο ρόλο μεταφραστή (έκαμνα τζαι λλίη λογοκρισία, εν ήταν λέξη προς λέξη, κυρίως τα όχι ακριβώς αστεία αστεία του Πατέρα, εκοπήκαν ούλλα). Οι συμπέθεροι επροσπαθούσαν να κόψουν καμιά κουβέντα μέσω εμού, οι γονιοί μου πάλε κατά βάση μια τζαι εν εμπορούσαν να μιλήσουν εκάτσαν στη γωνιά έτσι σαν τα ψάρκα έξω που το νερό. Ώσπου τζαι ήρτεν το φαίν τζαι υπήρχεν ένα θέμα συζήτησης, ή έστω εκάμναμεν τζείνους τους ήχους  που λαλεί τζαι η Λ.που εν ενδεικτικοί του καλού φαγιού (τα μμμμ....). Εξηγήσαμεν τους τι εν το οφτόν, εδείξαμεν τους μιαν ελιά (πρώτη φοράν εθορούσαν ελιά, πάθος τζαι ενθουσιασμός. Ετέλειωσεν το φαίν, εφκάλαμεν ομαδική φωτογραφία τζαι είπαμεν τα πάι πάι. Δαμέ εμιλήσαν οι γονιοί μου που μόνοι τους, το πάι πάι κατέχουν το.

Η δεύτερη συνάντηση των συμπεθέρων εγίνηκεν έσσω μας. Τζιαμέ οι γονιοί μου.... αααα στο στοιχείον τους, άνεση φουλ. Εταΐσαν τα πλάσματα, εταΐσαν τα δεν φαντάζεσαι αγαπητέ αναγνώστη. Η συμπεθέρα έπρεπεν να μάθει τζαι να χρησιμοποιήσει τη λέξη "έσπασα" για να σταματήσουν οι γονιοί μου. Εδείξαν τους τα δεντρά μας: τούτες εν οι ελιές (κλικ κλικ η φωτογραφική), τούτη εν η λεμονιά μας (κλικ κλικ η φωτογραφική ξανά), θέλετε λλία λεμόνια να πάρετε στην Ιρλανδία; πάρτε καμιά τσέντα. Μα γιατί; Τούτος εν ο θκυόσμις, τζαι η βαζανιές μας, ΒΑ-ΖΑ-ΝΙΕΣ (αργά αργά λες τζαι εννά καταλάβουν). Ερυκίνη μετάφρασε, πε τους βα-ζα-νιές (η Ερυκίνη κάπου δαμέ εχάθηκεν τζαι δεν εμπορούσε να θυμηθεί πως τες λεν τες βαζανιές με στα αγγλικά με στα ελληνικά, αλλά αφού τα βαζάνια εθορούσαν τα, τι εθέλαν μετάφραση;).

Εδώκαν τους σύκα, που δεν εξαναφάσιν φρέσκα (ναι γίνεται) τζαι εδείξαν τους την έννοια του παπουτσόσυκου, που το δεντρό στο πιάτο τζαι έφυεν η κκελλέ τους. Τα πεθερικά εφύαν που σπίτι μας με θκυό κουππούθκια μαρμελάδα της μάνας μου, μια τσεντούα σύκα, ένα κουππίν ελιές μαύρες, τζαι 4 λεμόνια. Το λάδιν εξέχασεν το η μάνα μου τζαι εβυθίστηκεν στην απογοήτευση. Η συμπεθέρα συγκλονισμένη που τη φιλοξενία (τζαι τα πορικά) εδεσμεύτικεν για αντίστοιχην πολιτισμικήν εμπειρίαν έσσω της το καλοτζαίριν.

Γενικώς, νομίζω, εκτός που μέναν, που ήβρα τες συναντήσεις εξαντλητικές που το άγχος τζαι τη μεταφραστικήν προσπάθεια, οι συμπέθεροι εχαρήκαν που εβρεθήκαν. Τζαι παρά την ανικανότητα επικοινωνίας εσυμπαθηθήκαν σε βασικό επίπεδο. Τζαι τα όνειρα για ρωμαιο-ιουλιεττικές βεντέττες μεταξύ οικογενειών που θα μας εξωθούσαν να κλεφτούμεν με τη σχέση τζαι να ακυρώσουμεν τα παναύρκα του γάμου εμείναν όνειρα.

Πρόσω ολοταχώς για γαμήλιο πάρτυ με λλία λόγια. τζαι να δω τες συμπεθέρες να χορεύκουν αντικριστό να φυρτώ.

ΥΓ: η μάνα μου ήπιεν 2 φορές μπύρα σε 3 μέρες. Η μάνα μου δεν πίνει. Τόσον καλά! 

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

Γαμήλιο πόστ 3 : η bridezilla που βρυχάται

Τες τελευταίες 12 ώρες είμαι σε μια αμφίρροπη κατάσταση. Βασικά σκέφτουμαι: να βάλω τα κλάματα όξα να μεν τα βάλω; Εν είμαι σίουρη βασικά αν είμαι αρκετά bridezilla για να αρκέψω να κλαίω ή αρκετά κουλ για το "σιγά μην κλάψω".

Εν εκατέληξα ακόμα να είμαι ειλικρινής. Υποθέτω για να μεν έβαλα τα κλάματα ακόμα, τότε εν πρέπει να είμαι τζαι πολλά bridezilla. Που την άλλη, το ότι έσιει 4 μέρες να τζοιμηθώ τζαι εψές που ετζοιμήθηκα ονειρεύκουμουν φαγιά του γάμου, λαλεί μας ότι εν είμαι ακριβώς Αγγελάκας.

Βασικά εν είμαι σίουρη πως πρέπει να αντιδράσει το πλάσμαν. Ας πούμεν ποια εν η μη bridezilla αντίδραση στο πάω-να-δοκιμάσω-το-μενού-του-γάμου-τζαι-το-μόνον-πράμαν-που-τρώεται-εν-το-τταλαττούριν (τζαι ούτε τζείνον εν μπορεί να το χαρεί το πλάσμαν γιατί το ψουμίν (τα ρόλλς δηλαδή) εν χάλια);

Πέτε μου τζαι θα το προσπαθήσω.

ΥΓ: θέλω να τελειώσει τούτη η φάση που εγώ ως σκεπτόμενο ον χρησιμοποιώ το χρόνο συνειδητότητας μου (αλλά τζαι τζείνον τον μη συνειδητό, την ώρα του ύπνου) για να ασχολούμαι με τούτα τα πράματα.
ΥΓ2: επίσης, θέλω να πάω έσσω μου (στο Λάντον) τζαι κανεί.  

΄

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Συζητήσεις του χωρκού (παραδόξως ενδιαφέρουσες)

(καταρχήν να πω ότι είμαι Κύπρον, άρα το αναφερθέν χωρκόν εν το χωρκόν λλίον έξω που τη Λευκωσία, όι το χωρκόν στο κάμτεν που πάμε για καφέ τζαι χαλλούμι ραπ)

Στον σημερινό καφέ στη γειτονιά τον δεκαθκιάτικο, ήμουν τζι εγώ καλεσμένη. Γιατί έκαμνεν τον η νούννα μου (που μεινίσκει απέναντι), τζαι ήταν τζι η γιορτή της, τζαι άτε έλα να σε κεράσω τζαι εν εμπορούσα να πω όι.

Οπόταν εφορτώθηκα με θάρρος για να αντιμετωπίσω την ανάκριση τζαι επία. Στα πέντε λεπτά, μετά την παρασκευή των καφέδων τζαι των σπιθκιάσιμων λεμονάδων, εφκήκεν η στριφτή η τυρόπιττα
τζαι το κατεΐφιν, τζαι τζιαμέ η συζήτηση επήρεν εντελώς απροσδόκητη τροπή, κανένας δεν ασχολήθηκε μαζί μου, βασικά εγώ εκάθουμουν στη γωνιά μου τζαι άκουα. ΄

Γειτόνισσα 1: πόθθεν το έπιασες το κατεΐφιν σου τζαι ήρτεν έτσι καλά τυλιμένον, γιατί τζείνον το τάδε (βάλε δαμέ μιαν μάρκαν, εν εσυγκράτησα έτσι λεπτομέρειες) λουβά.
Νούννα Ερυκίνης: Να σου πω επία προχτές στο χωρκόν μας....
Γ.1: Μα στους Τούρκους; Μα εν που τους Τούρκους; (τζαι κουντά το πιατούιν πίσω με την ίδιαν ορμήν που το ετράβησεν κοντά μερικά δευτερόλεπτά πριν. Στο πρόσωπον εμφανής η αηδία.)
Ν.Ε.: όι, κόρη, το κατεΐφιν έπιατο που τη μπακκάλενα. κάτσε να σου πω (ακολουθεί ιστορία που περιλαμβάνει τρικ για τον καλύτερο χειρισμό του κατεΐφκιού που έμαθεν η νούννα που τους κατεξοχήν αρμόδιους στην άλλη μερκά της νήσου, παντελώς αδιάφορη για το συγκεκριμένο ποστ)
Γ.1: Α, είπα τζι εγιώ, γιατί εγώ εν τζαι τρώω τίποτε που τους Τούρκους.
Γ.2: Ούτε εγιώ. Όσες φορές επία κατεχόμενα, δεν εγόρασα μίτε το νερόν τους
(ερυκίνη αντίδραση μηδέν. Νομίζω εν άκουσα τες συγκεκριμένες γειτόνισσες σε έτσι συζήτησην ποττέ, ίσως λλίον το 2004)
Γ1:Έννεν τούτον που λαλούν ότι έν θέλω να τους δώκω λεφτά, εν με πειράζει. Απλά.... ανακατσιώ.
Ν.Ε: Όι ρε γειτόνισσα, εν έσιεις δίκαιον, εγώ επία τζαι σε ζαχαροπλαστείον ποτζεί τζαι ήταν μια χαρά καθαρά σιόνιν. Τα πλάσματα εν μια χαρά, εν εμείς που έχουμεν κακές προθέσεις.
Γ2: Εμέναν εν με κόφτει με αν εν καθαρά, με αν εν ξιμαρισμένα. Εγώ ξέρω ότι εφκάλαν μας έξω πόσσω μας, εσκοτώσαν μας. Εκάμαν μας τόσα. Εν το θέλω το φαίν τους.
Ν.Ε.: Εν τζείνοι που τα εκάμαν; Ποιος φταίει για όσα εγινήκαν; έννεν η κκελλέ μας που φταίει; Τζαι τζείνοι εφκήκαν έξω πόσσω τους, τζαι τζείνοι εχάσαν κόσμον δικόν τους, να μεν θορούμεν μόνον τα δικά μας. Εν τζαι φταισιν μόνον τζείνοι, φταίμεν τζι εμείς.
Γ2: Εν ξέρω τι λαλείτε, εγώ ξέρω τζείνον που έζησα. Τζείνον που είδαν τα μμάθκια μου, την κκελλέν του αρφού μου αννοιμένη με τη ππάλα. Εν θα φύει τούτη η εικόνα ποττέ. Εν μπορώ να το ξιάσω. Τζαι εν τζείνοι που τον εσκοτώσαν. Τζείνον τζι αλλο 8, εστήσαν τους παγίδαν οι εγγλέζοι, εβάλαν τους σε έναν αυτοκίνητον τζαι επήραν τους στο Κιόνελλι, αφήκαν τους τζιαμέ τζαι εσκοτώσαν τους οι Τούρτζοι. Εγώ τούτον ξέρω ότι εσκοτώσαν τον.

Η συζήτηση μετά απομακρύνθηκε τζαι εν η αλήθκεια εν την επαρακολούθουν πλέον. Εσκέφτουμουν τη γειτόνισσαν. Που εν η αλήθκεια εν έξερα τούτην την ιστορίαν, το τι έζησεν, τζαι τι πόνον είσιεν ο τόνος της φωνής της. Τζαι ας επεράσαν 40 χρόνια. Τι να πει κάποιος τούτης της γεναίκας. Τίποτε. Εσκέφτουμουν πως έτσι βιώματα (που ήμουν τυχερή να μεν ζήσω προσωπικά, άρα εν ξέρω) εν δύσκολον ίσως αδύνατον να τα αφήκει κάποιος πίσω ή στην άκρη τέλοσπάντων.

Μερικά λεπτά μετά εφύαμεν (παραδόξως σύντομος ο καφές) τζαι επέστρεψα σπίτι. Που το σπίτιν της γειτόνισσας δευτερόλεπτα μετά ακούετουν μουσική, κυπριακή. όι το Εσιεβερεβε, αλλά κάτι που εν το έξερα, κάτι θλιβερό, για τα βάσανα της Κύπρου, κάτι για το '74 τέλοσπάντων. Εσυνειδητοποίησα ότι στα 25 χρόνια που έζησα σε τούτον το σπίτι, πρώτη φοράν άκουσα μουσικήν να φκαίνει που το σπίτιν της γειτόνισσας.

Τζαι ήταν σήμερα. Τζαι ήταν τούτον.

Ελυπήθηκα.