Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Homelessness

Παρένθεση πρώτη. Αφορμή για τούτον το πόστ ήταν τούτον το άρθρο που επόσταρεν ένας φίλος στο φατσοβιβλίον. Τέλος παρένθεσης.

Παρένθεση δεύτερη. Εν εμπορούσα να έβρω μιαν αντίστοιχη λέξη στα ελληνικά να μεταφράσω το homelessness, την κατάσταση του να είσαι άστεγος τέλοσπάντων. Ίσως τούτον ναν καλόν. Ίσως επειδή εν είχαμεν το φαινόμενον στες γειτονιές μας αρκετά για να αναπτύξουμεν λεξιλόγιο. Σαν το σιόνιν. Τέλος παρένθεσης.

Μεγαλώνοντας στην Κύπρο προ-κρίσης, προ μεταναστευτικού ρεύματος, προ Ευρώπης, πριν κάμποσον τζαιρόν τελοσπάντων, η επαφή μου με τους άστεγους ήταν μόνο μέσω της τηλεόρασης τζαι των ταινιών (τζαι πιο μετά των ταξιδιών σε δυτικές μεγαλουπόλεις). Κάθε φορά η ιδέα του homelessness εσιόκκαρεν με, ότι κάποιος άμαν νυχτώσει τζαι άμαν νυστάξει εν έσιει κάπου να πάει, ότι κάποιος τζοιμάται στο δρόμο, στο παγκάκι. Ίνταλως γίνεται. Τζαι δεν εμπορούσα να καταλάβω, να διανοηθώ, πως εμπορούσαν, πως αντέχαν τζείνα τα πλάσματα, όι οι άστεγοι, οι άλλοι οι μή άστεγοι να ρέσσουν που μπροστά τους, να τους προσπερνούν, έτσι χωρίς να τους ρίχνουν ένα βλέμμα, χωρίς καν να αλλάσσουν το ρυθμό του βήματος τους, σαν ναν αόρατον τζείνον το πλάσμαν στο δρόμο δίπλα τους, σαν να μεν υπάρχει καν. Εσκέφτουμουν πόσον σκληρός, πόσον χοντρόπετσος μπορεί να γινεί ο άνθρωπος.

Τζαι αλί ίνταλως τα φέρνει η ζωή τζαι γίνεσαι τζι εσύ ένας που τζείνους. Που εν σιοκκάρουνται πλέον, που προσπερνούν, που έχουν συνηθίσει στο θέαμα, στην ιδέα. Το στομάσιην σου, σαν τόσων άλλων, σιγά σιγά αντιδρά λλιόττερον, τζαι σταματάς να νιώθεις τζείνον τον κόμπο. Τζαι νεκατσιάς λλίον τον εαυτό σου.

Ερχόμενη που την Κύπρο (που είπαμεν τουλάχιστον μέχρι πρότινος που homelessness εν εξέραμεν) ενόμιζα ότι τούτον εν το πιο σκληρόν πράμαν, το άωτον ρε παιδί μου, να προσπερνάς έναν άνθρωπον, έναν ζωντανόν οργανισμό, σαν να μεν τον θωρείς. Ωσάν η ύπαρξη του να μεν δημιουργεί κανέναν αποτύπωμαν στον κόσμο. Τζι όμως, έννεν αρκετό. Έννεν αρκετό που τους αγνοούμεν, πρέπει να μεν τους θορούμεν καθόλου. Να εξαφανιστούν. Όι γενικότερα, απλά που μπροστά μας. Να μεν μας χαλούν την πρόσοψη, τη βιτρίνα, τζαι εν τέλει τη διάθεση ρε παιδί μου.

Θυμούμαι την πρώτη φορά που είδα τα καινούργια παγκάκια στον κήπο στες Βρυξέλλες τζιαμέ στο Mont des Arts. Είπα που μέσα μου (τζαι πόξω μου) όι μάνα μου ίντα άβολα παγκάκια, Εν ιμπόρει το πλάσμαν να κάτσει να ξαποστάσει. Τζι αν δεν μπορούμεν εμείς να κάτσουμεν 5 λεπτά, φαντάστου τζείνα τα πλάσματα που προσπαθούν να τζοιμηθούν τη νύχτα δαμέ, εν τους εσκεφτήκαν τίποτε ολάν; "Ακριβώς εν τζείνους που εσκεφτήκαν. Εν γι'αυτόν που τα εκάμαν έτσι, για να μεν τζοιμούνται δαμέ. Ντάαα" είπεν ο παρέας.

Τζαι μετά ήρτα στο Λάντον τζαι είδα τούτη τη σκληρότητα σε ούλλον της το μεγαλείο. Όι παντού βέβαια. Κατά βάση τζιαμέ κατάγυρα στο Σίτυ, στου Αγίου Παύλου θυμούμαι μια φορά. Σίερα πάνω στα πεζούλια, άμπα τζαι τζίσει ο κώλος σου στο φάνσυ κτίριον της μεγαλοεταιρίας να το ξιμαρίσει. Άγια ολάν...

Ίσως τούτα τα μέτρα να μεν εν μόνο για τους άστεγους, αλλά τζαι για νεολαίους, για σκειτμπορτάδες ή εμπόρους ναρκωτικών. Εν έσιει σημασία. Εν τζείνη η απάνθρωπη αντίληψη του "εσείς χαλάτε μου την εικόνα", ότι τούτη η εικόνα εν πιο σημαντική που τη ζωή ενός άλλου πλασμάτου. Εν τζείνη η πεποίθηση η ασυνείδητη, αλλά απόλυτα αισθητή, ότι έννεν ούλλες οι ζωές οι ίδιες σε τούτον τον κόσμο, πως να το κάμουμεν, κάποιες ζωές αξίζουν λλιόττερον, εν αμελητέες.

Κάμνει σε να ντρέπεσαι. Να σκέφτεσαι ότι κάτι επίεν λάθος, στο ανθρώπινο είδος, κάτι επίεν λάθος.

ΥΓ: Γράφοντας τούτον το κείμενον εσκέφτουμουν τζείνην την άστεγη κυρία που ήρτεν στον κλαμπ βιβλίου τούτον το μήνα. Που μας έκαμεν ανάλυση για Ντίκενς τζαι Ώστιν, να φύει η κκελλέ σου, τζαι εμίλαν έτσι σιγά, απαλά, ταπεινά.  "σιγανά, σιγανά, πατώ στη γη" που λαλεί τζαι το τραούδιν. Εσκέφτουμουν ότι πιθανώς τούτην τη γεναίκα να την προσπερνούν ούλλοι στο δρόμο, να μεν της μιλά κανένας, να μεν ξέρει κανένας. Ακόμα σιηρόττερα, εννά έκαμνα τζαι εγώ το ίδιο.

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Ερώτηση της ημέρας 2: Γιατί ο κόσμος απολαμβάνει την κλασική μουσική με κλειστά μμάθκια

Γιατί τζοιμάται.

(τουλάχιστον εγώ έναν κουρούδιν έκοψα το)

Ερώτηση της ημέρας 1: Γιατί εν πρέπει να φορείς κοντή φούστα στη δουλειά

Γιατί μερικές φορές απλά ξιάννεις ότι φορείς φούστα (τζαι τους περιορισμούς που περιλαμβάνει τούτον) τζαι χωρίς να το πολλοσκεφτείς σιήφκεις να πιάσεις κάτι που έππεσεν πίσω που το γραφείο σου. Τζαι έτσι όπως είσαι σιηφτή ακούεις έναν πνιχτόν γελούιν πίσω σου, γυρίζεις τζαι θορείς ακριβώς πίσω σου τον μάστρο σου που μόλις εμπήκεν στο γραφείον.

Νομίζω επροσπάθησα τόσον έντονα να συγκρατήσω το κοτζίνισμαν μου που εμπορούσα να ακούσω τους νευρώνες που τον προ-μετωπιαίο λοβό να στέλνουν μήνυμαν στες βούτσιες μεν κοτσιηνίσεις, μεν κοτσιηνίσεις. Εν ξέρω αν τα κατάφερα.

Ρεζίλιν.

ΥΓ: Ευτυχώς εφόρουν το μουσταρδίν το κλατσό μου, οπόταν το θέαμαν μόνον αστείον εμπορούσεν να ένι.




Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

Γαμήλιο πόστ 2: Κράτος- Εκκλησία : 1-1

Τι τζι αν η εκκλησία ήταν πιο γλήορη στο να απαντήσει ημέιλ αγαπητέ αναγνώστη, στην πρόσφατη ινκόγνιτο επίσκεψή μου στη νήσο, η εκ του σύνεγγυς επικοινωνία με το κράτος έφυρεν με.

Ναι, μιλούμεν για το κυπριακόν κράτος. Για δημόσιαν υπηρεσία. Τζαι ναι, εν εκατάλαβες λάθος, το έφυρεν με έσιει θετικήν χροιάν.

Όι εν επέλλανα ακόμα. Πίστεψέ το, μπορεί να συμβεί.

Έκλεισα ραντεβού στες 9, εμπήκα στο γραφείον της λειτουργού στες 9, ετέλειωσα στες 930. Η λειτουργός εθυμάτουν το ιμέιλ μου, έξερεν πολλά καλά όσα ελάλεν, έδωκεν μου ούλλα τα χαρκιά σε ελληνικά ΤΖΑΙ αγγλικά για τη σχέση, έστειλεν με σε έναν άλλο συνάδελφον, ο οποίος εκαρτέραν με στην πόρτα, καθυστέρηση μηδέν, τζαι γενικώς, πρώτην φοράν είδα τέθκοιον επίπεδον λειτουργικότητας στο κυπριακόν δημόσιον.

Φυσικά τούτον μπορεί να έσιει να κάμει με το πόσα λεφτά πρέπει να δώκεις στο δήμο Λευκωσίας να σε παντρέψει. Αν εν να τους δώκεις 300 ευρώ να σε παντρέψουν αν μη τι άλλον διούν σου τζαι την ανάλογην εξυπηρέτησην.

Αλλά άτε έναν καλόν που είπα να πω τζαι εγιώ έννεν ανάγκην να το φκάλομεν που την μούττην. Ριάλλια ασάιντ, ένας βαθμός για το κράτος. Σίουρα πράματα.

ΥΓ: ένας βαθμός τζαι για την εκκλησίαν (εξού τζαι η ισοπαλία). όι την ορθόδοξην, την καθολικήν της Λευκωσίας, μιας τζαι ο ιερέας (αν τζαι επροσπάθησα 3 φορές να τον έβρω τζαι είσιεν μόνον 5 λεπτά να μου μιλήσει), είπεν ότι μπορεί να προσθέσει στην καθολικήν τελετήν το ορθόδοξον στεφάνωμαν. Που ήταν μια υποχώρηση παραπάνω από ότι επερίμενα.

ΥΓ2: Φυσικά έτσι για να μην ξεχνιόμαστε, τα κλασσικά τα κυπριακά ήρταν τζι ήβραν με στο αεροδρόμιο (ναι το ιδιωτικό) στην πτήση της επιστροφής (άμπα τζαι κάμω έναν ταξίδι χωρίς νεύρα τζαι εγιώ). Βασικά στο αεροδρόμιο έσιει χρόνια να περάσω το σεκιούριτι χωρίς να έβρω κάτι να πάει λάθος. Τούτην τη φορά ήταν η ουρά. Είσιεν κόσμον ρε φίλε, πολλύν. έτυχεν. Τζαι ξέρετε πριν το σεκιούριτι που έσιει κάτι στυλλούθκια τζαι λωρίδες που διαχωρίζουν γραμμές, τες οποίες γραμμές ούλλοι μα ούλλοι αγνοήσαν στο αεροδρόμιον μας γιατί εννοείται εβαρκούνταν να περπατήσουν πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, τζαι έτσι εσταθήκαν ούλλοι μιαν πάντα, εκλείσαν ούλλον τον τόπο να μεν μπορούν να ρέσσουν όσοι εδείχναν τα διαβατήρια τους. Τζαι η μισή αίθουσα λλίον πάρατζει ναν όφκερη. Τζαι να πεν πάει ΕΝΑΣ, ένας υπάλληλος, ΕΝΑΣ, να βάλει μιαν τάξη στην ουρά. Όταν λέμεν χαμός, εννοούμεν χαμός. Τι να πεις, τι να πεις.

ΥΓ3: Είπα να μεν σας πω για την αντίδραση των γονιών στο άκουσμαν του πολιτικού γάμου, γιατί εν έσιει τζαι τίποτε πολλά ιδιαίτερον. έτο τα αναμενόμενα. Η μάνα μου έχασεν τον ύπνον της τζαι πιάννει με κάθε πρωίν τηλέφωνο: "αποφασίσετε για το γάμο;" "όι, τωρά έννα πάμεν στη δουλειά αν δεν σε πειράζει, ξαναδοκίμασε αύριο". Άστα, αναγνώστη άστα. Τι τους εθέλαμεν τους γάμους, τι τους εθέλαμεν.