Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

Οικογένεια

(χαχά. Εν τζαι αστείον, εμπήκα στον μπλοκκούιν να σας γράψω έναν ποστάκιο για την οικογένεια τζαι είδα ότι τζαι τούτος ο Γούφις είσιεν παρόμοιες διαθέσεις, εμέναν εν θαν τόσον καλό, παέννετε στου Γούφι πρώτα)

Εχτές εβρέθηκα σε μιαν κηδεία. Του θείου μου (Του πιο μεγάλου θείου μου σε ηλικία, πάνω που 90 χρονών, εμπεννόφκεννεν μέσα στα νοσοκομεία τα τελευταία 5 χρόνια, ήταν λλίον πολλά αναμενόμενο). Εν η πρώτη κηδεία συγγενή που πετυχαίνω (δηλαδή ήμουν Κύπρο να πάω) μετά την κηδεία της γιαγιάς μου το 2011.

Τζαι σαν ήμουν στην εκκλησιάν τζαι εθόρουν τα ανήψια μου, καταπονημένα που το κλάμαν (η θεία τζαι τζείνη επέθανεν πριν 3-4 μήνες, λλίον πριν να έρτω Κύπρο, εν την επέτυχα τζείνην την κηδεία, οπόταν ναι τα ανήψια μου, εγίναν όπως τα ζόμπι που τον θρήνο), εσκέφτουμουν ότι ήταν ωραία που ήμουν τζιαμέ, που είμαι δαμέ, τέλοσπάντων, κοντά σε τούτα τα πλάσματα ούλλα που εγεμώνναν την εκκλησιάν, με τα οποία αδιαμφισβήτητα λλία κοινά έχουμεν (έννεν σαν τους φίλους, που εν φίλοι σου γιατί τους πάεις, η οικογένεια, απλά ένι), αλλά ρε παιδί μου, υπάρχει αγάπη. Σε κάποιες περιπτώσεις κατακρίβειαν (σκέφτομενη κάτι θκειάες μου ας πούμε που ετσακκωθήκαν τζαι δεν μιλιούνται) δεν είμαι σίουρη εαν υπάρχει καν αγάπη , αλλά ακόμα τζαι σε τζείνες τες περιπτώσεις υπάρχει ένας δεσμός. Εσκέφτουμουν πόσο μεγάλο πράμαν ένι να μοιραζούμαστιν τον πόνο. Τζαι ξέρετε πως εν οι κηδείες οι κυπριακές, δεν είναι Χόλυγουντ με πόνον εσωτερικόν, εν κλάμαν τζαι μοιρολόιν. Ομαδικόν.

Τέλοσπάντων, ούτε που εκατάλαβα πως επέρασεν η ώρα. Μερικές φορές η εκκλησία έσιει τούτην την επίδρασην πάνω μου. Διά μου την ώρα, το χώρο να κάμω σκέψεις βαθκιές τζαι χάννουμαι λλίο. Εφκήκα που την εκκλησία νιώθωντας πολλά έντονη την αγάπη για τούτα τα πλάσματα που έτυχεν ναν συγγενείς μου. Τζαι ότι τέλος πάντων η οικογένεια, ακόμα, στην Κύπρο, ή στους Κυπραίους ανεξαρτήτου τόπου, ή τζαι στους ανθρώπους γενικότερα ενι ξέρω, εν μεγάλον πράμα.

Τζαι μετά ήρτε φυσικά η ώρα του καφέ, τζαι ούλλοι οι συγγενείς να ρωτούν (ξανά, γιατί εξαναβρεθήκαμεν στο προηγούμενο μνημόσυνο), πως εν η Κύπρος, πως εν η δουλειά στο ΠανΚυ (τζι άτε τωρά τι να εξηγάς), πως εν το διαμέρισμα, μα που μεινίσκετε ακριβώς;, πως εν η σχέση η συζυγική, τζαι ήβρε δουλειά; Μα εν ήβρε δουλειά ακόμα; Ούτε μήνας εν έκλεισεν ακόμα άνεργη η σχέση, τι μας πρήζετε; Α ξέρω που να πάει για δουλειά (έντερ όνομα ράντομ μεγάλης εταιρείας στην Κύπρο), μα γιατί εν πάει Λεμεσό;  Εσιει πολλές δουλειές. Το ίδιο πουρ πουρ πουρ σε επανάληψη, με τον κάθε θείο/ θεία. Τζαι το κερασάκι στην τούρτα η μάνα (κλασική κυπραία μάνα) να παραπονιέται σε κάθε συγγενή ότι εν την επισκέφτουμαι αρκετά τακτικά, ότι εν καταδέχουμαι τα φαγιά της, ότι αν θέλει ο θεός μαειρεύκω μόνη μου (άκουσον άκουσον!!) ή ακόμα σιηρόττερα μαειρεύκει μου ο άντρας μου, γιατί εγώ βαρκούμαι (τούτον εν αλήθκεια).

Ομολογουμένως έφυα που τον καφέ με πολλά πιο λλίον αίσθημαν αγάπης προς την οικογένεια, τζαι με τη σκέψη ότι, το "μακριά τζι αγαπημένοι" εν μεγάλο πράμαν.

Επήρα τη μάνα μου έσσω της (γιατί ήμουν το μέσον της στην κηδεία), έπιασα έναν τταππεράκι με μακαρούνια του φούρνου (που εντελώς τυχαία, απλά έτυχε να κάμει η μάνα μου τη μέρα της κηδείας), τζαι επία έσσω μου μπας τζαι ηρεμήσω. 

Τζαι ήταν πολλά ωραία.
(βασικά όι να το παινευτώ τζαι εγώ κάμνω πολλά ωραία μακαρόνια του φούρνου, αλλά μια φορά κάθε 2 χρόνια, οπόταν...)