Η μάνα μου ξέρετε ως το προτελευταίο παιδί μιας φτωχής οικογένειας σ’ ένα χωρκούιν της Κύπρου του κάποτε εν εμορφώθηκεν ιδιαίτερα. έφκαλεν το δημοτικόν, τζι ύστερα δουλειάν. Έτσι, όταν έφτασεν στο αμήν με τα χαρκιά που εγέμωσα την αποθήκην μας (ούλλα τα βιβλία του σχολείου που το «Η γλώσσα μου» της Β’ Δημοτικού, ως την «Πολιτείαν» του Πλάτωνα της Β’ Λυκείου), τζαι αποφάσισεν μιαν καλήν ημέραν που έλειπα να πετάξει το χαρτομάνιν, τον Θουκυδίδην εν τον ελυπήθηκεν. Ούτε που τον εξανάκουσεν άλλωστε, ούτε που ξέρει ποιος ένι, τζαι τι είπεν. Γιατί να τον λυπηθεί;
(αναγκαστικά το πόουστ που έθελα να γράψω ακυρώνεται τζαι περιορίζουμαι σε τζείνα που θυμούμαι).
Ο Θουκυδίδης, που λαλείς μάνα, ήταν ένας άθρωπος που έζησεν πριν πολλά πολλά χρόνια τζαι εκτός του ότι έγραψεν ιστορίαν, ετόνισεν τζαι πολλά πράματα που προτιμούμεν να αγνοούμεν. Είπεν τζείνον που ελαλούσαν τζι οι σοφιστές (εξηγώ σου άλλην φοράν ποιοι εν τούτοι) ότι στες σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, το δίκαιον εν το συμφέρον του ισχυρότερου. Ο ισχυρότερος κάμνει όσα του επιτρέπει η δύναμη του, τζι ο αδύναμος υποχωρεί.. Τζαι ο ισχυρός επιβάλλει την εξουσίαν του όπου μπορεί αναγκασμένος που έναν φυσικό νόμο, τζαι τούτος ο φυσικός νόμος υπήρχεν, υπάρχει και θα υπάρχει τζαι ούλλοι στην θέσην του ισχυρού το ίδιον εννά εκάμναν. Τζαι.....
«Ε, σιγά. Εφώτισεν μας να του πεις. Τζαι καλά θέλεις τον τούτον, τον - ίνταλως τον είπες, Θουκυδίδη; - να σου το πει, κόρη μου, πως το μιάλον ψάριν τρώει το μιτσίν; Εν θορείς γυρόν σου μάνα μου; »
Ε, τούτον εν το θέμαν μάνα, ότι θορώ γυρόν μου. Μόνον που κάποιος είπεν επίσης (εν θυμούμαι ποιος) ότι τζείνος που έσιει τη δύναμην να σταματήσει μιαν αδικίαν αλλά εν το κάμνει, εν σιηρόττερος που τζείνον που διαπράττει την αδικίαν (ή κάτι παρόμοιον τελοσπάντων). Τούτον γιατί εν το λαμβάνει κανένας υπόψην;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου