Έσιει πάρα πολλύν τζαιρόν που λαλώ να το γράψω τούτο το κείμενο (που τότε που εξεκίνησα το βλογ κατακρίβειαν) τζαι συνέχεια βάλλω το στο συρτάριν του νου μου για πιο μετά.
Αφορμή να το γράψω τελικά εστάθηκεν μια που τες πιο άτυχες, ντροπιαστικές στιγμές των τελευταίων χρόνων που την εβίωσα μόνη μου στο δωμάτιό μου τζαι ντρέπουμαι πάρα πολλά να τη μοιραστώ, αλλά άτε. Εθόρουν που λαλείτε τζείνα τα περιοδικά του σχολείου μας (για άσχετον τζι ασήμαντο λόγο) τζαι έππεσα σε μιαν έκθεσην που έγραψα τότε. Το θέμαν ήταν κάτι τύπου «σχολιάστε την έννοιαν της φιλοπατρίας στο μαχόμενο Ελληνισμό με αφορμή τον αγώνα του ’55-’59». Καλά εν θέλετε να ξέρετε τι έγραψα, ντρέπουμαι τζαι που το σκέφτουμαι. Στην πρώτη γραμμήν αναφέρω τον Κυπριακόν Ελληνισμόν, μόνον τούτον σας λαλώ. Ήμουν τζαι εγώ στο πλυντήριο, όπως αντιλαμβάνεστε. Τζείνον ρε που κάμνει πλύσην εγκεφάλου στους 90 βαθμούς για να φύγουν όλες οι βρωμιές τζαι κάμνει τα λευκά λευκότερα. Τζείνον.
Έτσι, λοιπόν, είπα να το γράψω το κείμενον για τη σχέση των Ελληνοκύπριων με τους Έλληνες, σε επίπεδο κοινωνικών ομάδων. Επιστράτευσα τζαι την κολλητήν μου τη Μ#2 που ασχολείται με κοινωνικήν ψυχολογίαν τζαι ξέρει πέντε πράματα παραπάνω να μου πει την άποψήν της. Είχαμεν, λοιπόν, τότε που το εσκέφτουμουν το θέμαν μια πολλά ενδιαφέρουσα συζήτηση (εν τα θθυμούμαι ούλλα για να είμαι ειλικρινής).
Έλεγα, λοιπόν, ότι βρίσκω ιδιαίτερα παράξενη τη σχέση των πλείστων κυπραίων με τους Έλληνες γιατί ενώ νιώθουμε λίγο ή πολύ συνδεδεμένοι μαζί τους (πολιτισμικά, ιστορικά, πολιτικά) εν έχουμεν τζαι πολλά θετικά συναισθήματα απέναντί τους. Εννοώ εάν εκάμναμεν έρευναν για το πώς νιώθουν οι Κύπριοι απέναντι στους Έλληνες πιστεύω (χωρίς να έχω δεδομένα, δεν ξέρω εάν έγινε τέτοια έρευνα), μαντεύω ότι δε θα ήταν ουδέτερα όπως πχ. μπορεί να νιώθουμε για τους Νορβηγούς ή τους Γιαπωνέζους. Επίσης εικάζω ότι δε θα ήταν ιδιαίτερα φιλικά. Έτσι εντύπωση έχω. Οι καλαμαράες που εν έτσι, τζι έτσι, που η οικονομία του εν χάλια, που η οργάνωση τους εν χάλια, που εν τζέγκενοι, που ο νους τους εν στο ποια μπουζούκια εννά παν τη νύχτα κλπ. Άκουσα τα ούλλα τούτα, εν τα έφκαλα που το νου μου. Υπάρχει μια γενικότερη αντιπάθεια (τη λέξη αντιπάθεια κρατήστε την, δεν είναι απλή αντιπάθεια πιστεύω).
Την ίδιαν ώραν, όμως, ερκούμαστεν να συνδέσουμεν (σε κάποιο βαθμό) τους εαυτούς μας μαζίν τους. Κάποιοι μάλιστα θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες της Κύπρου, τζαι νιώθουν τζαι περήφανοι που εν Έλληνες. Άμαν κερδίζει η Ελλάδα, στη Γιουροβίζιον, στη μάππα ή ξέρω γω που, κάμνουν ούλλοι όπως τους πελλούς, ούλλοι σιέρουνται τέλος πάντων. Σαν να εν δική μας νίκη. Σαν να βάλλουμεν τους εαυτούς μας στην ίδιαν ομάδαν. Γιατί; Η Μ#2 λαλεί ότι όταν ασπαζούμαστεν μιαν ταυτότηταν (εθνικήν ή άλλη) θέλουμεν τούτη να μας διά κάποιο θετικό αντίκτυπο, κάποιον κύρος, να μας κάμνει να νιώθουμεν καλά για τον εαυτόν μας. Τζαι άμαν η ταυτότητα που έχουμεν έννεν αρκετά δυνατή για μας το παρέχει τούτον, προσπαθούμεν να έβρουμεν άλλην ταυτότηταν που να μας κάμνει να νιώθουμεν καλά. Τζαι η ταυτότητα του Κύπριου σκέττη νέττη εν ήταν ποττέ ιδιαίτερα ισχυρή (εν είχαμεν τζαι πολλά επιτεύγματα) σε αντίθεσην με την ελληνικήν (λόγω αρχαίου ελληνικού πολιτισμού κλπ). Έτσι για κάποιον Κυπραίον το να βάλλει τζείνον το Ελληνο- μπροστά εν κατά κάποιον τρόπον μια αίσθηση ότι είμαστεν τζαι εμείς κομμάτιν τούτου του "σπουδαίου πολιτισμού" (υπάρχουν βέβαια διάσπαρτα στο νησίν στοιχεία τούτου του πολιτισμού που μας ενισχύουν τούτον το πράμαν).
Φυσικά, ούλλα τούτα που λαλεί η Μ. #2 εν διεργασίες ασυνείδητες (το συλλογικόν ασυνείδητον που λαλεί τζι ο Jung) που εγίναν τζαι πολλά παλιά φαντάζομαι τζαι περνούν σε μας που τους γονείς, το σχολείο κλπ. Πιστεύω ότι τούτη υπόθεση εν αρκετά βάσιμη γιατί η Κύπρος ήταν διακριτόν κομμάτιν που την Ελλάδαν για πάρα πολλά χρόνια (κατακρίβειαν ποττέ εν ήταν μέρος της Ελλάδας) για να δικαιολογείται η προσκόλληση στην «εθνικήν» ταυτότηταν τζαι η τόσον αποδυναμωμένη κυπριακή ταυτότητα χωρίς τέτοιες διεργασίες. Εν εμελέτησα πολλά την κοινωνική ψυχολογία, αλλά πιστεύκω ότι οι ψυχολογικοί μηχανισμοί που λειτουργούν στο άτομο λειτουργούν τζαι σε ομαδικόν επίπεδο (πολύ διαφοροποιημένοι βέβαια αλλά υφίστανται). Έτσι η υπόθεση μου είναι πως έχουμε σύμπλεγμα κατωτερότητας σε επίπεδον ταυτότητας, τζαι ο κάθε ένας χειρίζεται το με διαφορετικόν τρόπον. Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού απλά προσκολλάται σε μιαν άλλην ταυτότηταν (την ελληνικήν), κάποιοι άλλοι αποποιούνται οποιαδήποτε ταυτότητα, άλλοι απλά φροντίζουν να διαφοροποιήσουν τον εαυτόν τους που τους Κυπραίους (επειδή εσπουδάσαν αλλού, εζήσαν αλλού κλπ) τζαι βρίζουν ή περιπαίζουν οτιδήποτε κυπριακό.
Τούτον εν το έναν σημείον. Το άλλον εν τούτη η αίσθηση που έχω που την καθημερινή μας ζωή, ότι γενικότερα οι καλαμαράες αντιμετωπίζουνται που την μεγάλην πλειοψηφίαν με ούλλα τα στερεότυπα που αντιμετωπίζουμεν τους ξένους. Εν ξένοι προς εμάς, ίσως όι τόσον ξένοι, όσον άλλοι ξένοι, αλλά ξένοι. Πως μπορεί κάποιος να θεωρεί τους Έλληνες αδελφούς του, αλλά να τους βλέπει σαν ξένους; Μα γιατί εν
όντως ξένοι, εν διαφορετικοί που μας, γεννιούνται τζαι μεγαλώνουν μέσα σε μιαν νοοτροπίαν διαφορετικήν που τη δική μας, όπως ούλλοι οι ξένοι, απλά όχι και τόσο διαφορετική. Βλέπεις δεν μπαίνεις στη διαδικασία να συγκρίνεις ένα Γιαπωνέζο (τον τρόπο σκέψης, ζωής κλπ) με ένα κυπραίο, γιατί εν υπάρχει λόγος να συγκρίνεις τόσον ανόμοια πράματα. Ενώ τους καλαμαράες, τον τρόπο ζωής τζαι σκέψης τους μπαίνουμεν σε διαδικασίαν να το συγκρίνουμεν με το δικό μας, γιατί μοιάζουμεν (πιο πολλά από ότι με τους Γιαπωνέζους τουλάχιστον) σε κάποιο βαθμό. Ε, τζαι στη σύγκρισην νομίζω φκαίνει τζείνη η αντιπάθεια που ελαλούσαμεν πριν.
Η Μ#2 λαλεί ότι εν λογικόν, επειδή έχουμεν την τύχην (ή ατυχίαν) να ξέρουμεν καλά τους καλαμαράες, εν τόσον κοντά μας που μπορούμεν να ξέρουμεν τζαι τα καλά τους τζαι τα κακά τους. Ενώ οι Νορβηγοί που εν στ’ ανάθθεμαν πως μπορούμεν να ξέρουμεν τα κακά τους; Εν λογικόν λοιπόν για τους Νορβηγούς να έχουμεν ουδέτερα συναισθήματα τζαι για τους καλαμαράες λλίον πιο αρνητικά. Εγώ εννά επρόσθετα τζαι το κομμάτιν της ταυτότητας. Λόγω του αισθήματος κατωτερότητας που έλεγα πιο πάνω, νομίζω ότι κάμνει μας να νιώθουμεν καλά το να τονίζουμεν τα κακά των καλαμαράων. Δίνει μας έναν αίσθημαν κύρους, το ότι εκαταφέραμεν τα καλλύττερα τζαι που τζείνους. Ένας ανταγωνισμός λλίον παράξενος.
Τζι ύστερα μπαίνει τζι η ιστορία μες τη μέση. Τζαι πάει ο Φρόυντ περίπατο.....
(το δεύτερον μέρος εν το εσκέφτηκα ακόμα, αλλά είμαι σίουρη πως έσιει τζιάλλα το θέμαν)